σιμιίδες

σιμιίδες
οι Ν
ζωολ. υπόταξη πρωτευόντων με 6 αρτίγονες οικογένειες και 35 γένη, καθώς και 1 απολιθωμένη οικογένεια με 2 γένη, υπόταξη στην οποία ανήκουν ο άνθρωπος και οι πρόγονοί του, αλλ. ανθρωποειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. simiidae < λατ. simia «πίθηκος» < σιμός «πλακουτσομύτης» + κατάλ. -ίδες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”